- εγκαταζεύγνυμι
- ἐγκαταζεύγνυμι (Α)συνδέω, συναρμόζω στερεά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκαταζεῦξαι — ἐγκαταζεύγνυμι associate with aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
ἐγκαταζεύξας — ἐγκαταζεύξᾱς , ἐγκαταζεύγνυμι associate with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)